- αὐξητός
- αὐξ-ητός, όν,A that may be increased, Arist.Cael.310a28.II increased,
ἀριθμός Antioch.Astr.
in Cat.Cod.Astr.1.112.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀριθμός Antioch.Astr.
in Cat.Cod.Astr.1.112.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυξητός — ή, ό (Α αὐξητός, όν) [αύξω] αυτός που έχει ή που μπορεί να αυξηθεί … Dictionary of Greek
αὐξητόν — αὐξητός that may be increased masc/fem acc sg αὐξητός that may be increased neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεαύξητος — νεαύξητος, ον (Α) αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα, νεοαύξητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αύξητος (< αὔξω), πρβλ. αν αύξητος, δυσ αύξητος] … Dictionary of Greek
νεοαύξητος — νεοαύξητος, ον (Α) αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αύξητος (< αὐξάνω), πρβλ. δυσ αύξητος] … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
δισαύξητος — ο γραμμ. (για ρήματα) αυτός που παίρνει διπλή, εσωτερική και εξωτερική, αύξηση (π.χ. «ορώ εώρων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + αυξητός < αυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
αὐξητοῦ — αὐξητής increaser masc gen sg αὐξητός that may be increased masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητά — αὐξητά̱ , αὐξητής increaser masc nom/voc/acc dual αὐξητής increaser masc voc sg αὐξητής increaser masc nom sg (epic) αὐξητός that may be increased neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητῶν — αὐξητής increaser masc gen pl αὐξητός that may be increased masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)